σκύβαλον

σκύβαλον
σκῠβᾰλ-ον, τό,
A dung, excrement, Plu.2.352d, Alex.Aphr.Pr.1.18: pl.,

σ. λευκὰ καὶ ἀργιλώδεα Aret.SD1.15

, cf. Str.14.1.37, J.BJ5.13.7, etc.; manure, PFay.119.7 (i/ii A.D.).
2 refuse, offal, Ep.Phil.3.8, Jul.Or.5.179c; ἀποδειπνίδιον ς. AP6.302 (Leon.); ἄνδρα, πολύκλαυτον ναυτιλίης ς. ib.7.276 (Hegesipp.); τέφρης λοιπὸν ἔτι ς. ib.382 (Phil.); opp. τὸ χρήσιμον, Ath.Med. ap. Orib.1.2.8;

σ. τοῦ σησάμου PCair.Zen. 494.16

(iii B.C.); [full] ς.

χόρτου PSI3.184.7

(pl., iii A.D.): pl.,

δεῖπνον ἀπὸ σκυβάλων AP6.303

([place name] Aristo);

σ. ἀνθρώπου LXX Si.27.4

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκύβαλον — dung neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυβάλοις — σκύβαλον dung neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυβάλοισι — σκύβαλον dung neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυβάλου — σκύβαλον dung neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυβάλων — σκύβαλον dung neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυβάλῳ — σκύβαλον dung neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύβαλα — σκύβαλον dung neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύβαλο — το / σκύβαλον, ΝΜΑ 1. απόβλημα, απομεινάρι, σκουπίδι («τέφρης λοιπὸν ἔτι σκύβαλον», Φιλιππ.) 2. μτφ. άνθρωπος χωρίς καμιά αξία, χαμηλού ποιού, τιποτένιος (α. «αυτός έχει καταντήσει σκύβαλο» β. «ἄνδρα πολύκλαυτον ναυτιλίης σκύβαλον», Ηγήσιππ.)… …   Dictionary of Greek

  • σκυβαλίζω — και σκυβλίζω Α [σκύβαλον] 1. θεωρώ κάτι ως σκύβαλο, απορρίπτω με περιφρόνηση 2. βεβηλώνω, ατιμάζω, μιαίνω …   Dictionary of Greek

  • σκυβαλεύω — Α [σκύβαλον] σκυβλίζω* …   Dictionary of Greek

  • σκυβαλικός — ή, όν, Α 1. ο άξιος σκυβαλισμού, περιφρονητέος, αξιοκαταφρόνητος 2. (κυριολ. και μτφ.) ακάθαρτος, ρυπαρός, βρόμικος («ἀργυρίοισι σκυβαλικοῑσι πεισθείς» που πείσθηκε με χρήματα, με δωροδοκία, Τιμοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύβαλον «απόβλημα» + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”